- ηπιαίνω
- ἠπιαίνω (Α)καταπραΰνω, κατευνάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -αίνω (πρβλ. κερδ-αίνω < κέρδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek